βραχυ-

βραχυ-
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής
αρχ.
βραχύλογος και βραχυλόγος, βραχύπνους, βραχυπόρος, βραχυπότος, βραχύπτολις, βραχυρρήμων, βραχύρριζος, βραχυσίδηρος, βραχύσκιος, βραχυστελέχης, βραχύστομος, βραχυσύμβολος, βραχυσώματος, βραχυτράχηλος, βραχύφυλλος
μσν.
βραχύπολις, βραχύστιχος, βραχύτιμος
νεοελλ.
βραχύγναθος, βραχυγράφος, βραχύκαννος, βραχύκορμος, βραχύπρεμνος, βραχυπροσωπία, βραχύσωμος
2. Τη σύντομη χρονική διάρκεια. Πρβλ. βραχύβιος
αρχ.
βραχυόνειρος, βραχύυπνος
(αρχ. -μσν.) βραχυτελής, βραχυχρόνιος
νεοελλ.
βραχυπρόθεσμος
3. Τη βραχύτητα φθόγγου ή συλλαβής. Πρβλ. αρχ. βραχυσύλλαβος
μσν.
βραχυπαραλήκτως
νεοελλ.
βραχυκατάληκτος. Κατά το πρότυπο των ελληνικών συνθέτων με βραχύ- πλάστηκαν επίσης αρκετοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας
πρβλ. αγγλ. brachydactyly, γαλλ. brachydactylie (ελλ. βραχυδακτυλία)
νεολατιν. brachycera, γαλλ. brachyceres (ελλ. βραχύκερα)
νεολατιν. brachyoura, γαλλ. brachyures (ελλ. βραχύουρα) κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βραχύ — βραχύς short masc voc sg βραχύς short neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύνει — βραχύ̱νει , βραχύνω abridge aor subj act 3rd sg (epic) βραχύ̱νει , βραχύνω abridge pres ind mp 2nd sg βραχύ̱νει , βραχύνω abridge pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύνουσι — βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge aor subj act 3rd pl (epic) βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύνουσιν — βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge aor subj act 3rd pl (epic) βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράχυνε — βράχῡνε , βραχύνω abridge pres imperat act 2nd sg βράχῡνε , βραχύνω abridge aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράχῡνε , βραχύνω abridge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυνομένων — βραχῡνομένων , βραχύνω abridge pres part mp fem gen pl βραχῡνομένων , βραχύνω abridge pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυνόμενον — βραχῡνόμενον , βραχύνω abridge pres part mp masc acc sg βραχῡνόμενον , βραχύνω abridge pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύνεται — βραχύ̱νεται , βραχύνω abridge aor subj mid 3rd sg (epic) βραχύ̱νεται , βραχύνω abridge pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύνηται — βραχύ̱νηται , βραχύνω abridge aor subj mid 3rd sg βραχύ̱νηται , βραχύνω abridge pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυνομέναις — βραχῡνομέναις , βραχύνω abridge pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”